ανάβαθα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανάβαθα < ανάβαθος + < ανα- (=α-) + βάθος

Επίρρημα

ανάβαθα

  1. χωρίς μεγάλο βάθος
  2. (μεταφορικά) επιπόλαια

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Ουσιαστικό

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ανάβαθα
      γενική των ανάβαθων
    αιτιατική τα ανάβαθα
     κλητική ανάβαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ανάβαθα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.