ανάβαθα
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
- άβαθα
- ρηχά
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ανάβαθα | ||
| γενική | των | ανάβαθων | ||
| αιτιατική | τα | ανάβαθα | ||
| κλητική | ανάβαθα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ανάβαθα ουδέτερο στον πληθυντικό
- τα νερά δεν είναι βαθιά
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επίρρημα
|
ουσιαστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανάβαθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.