αμυγδαλωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμυγδαλωτός η αμυγδαλωτή το αμυγδαλωτό
      γενική του αμυγδαλωτού της αμυγδαλωτής του αμυγδαλωτού
    αιτιατική τον αμυγδαλωτό την αμυγδαλωτή το αμυγδαλωτό
     κλητική αμυγδαλωτέ αμυγδαλωτή αμυγδαλωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμυγδαλωτοί οι αμυγδαλωτές τα αμυγδαλωτά
      γενική των αμυγδαλωτών των αμυγδαλωτών των αμυγδαλωτών
    αιτιατική τους αμυγδαλωτούς τις αμυγδαλωτές τα αμυγδαλωτά
     κλητική αμυγδαλωτοί αμυγδαλωτές αμυγδαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμυγδαλωτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αμυγδαλωτός

  1. που έχει το σχήμα αμυγδάλου, ελλειψοειδής αλλά στρογγυλός στο ένα άκρο και μυτερός στο άλλο
  2. που περιέχει αμύγδαλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.