αμυγδαλωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμυγδαλωτός | η | αμυγδαλωτή | το | αμυγδαλωτό |
| γενική | του | αμυγδαλωτού | της | αμυγδαλωτής | του | αμυγδαλωτού |
| αιτιατική | τον | αμυγδαλωτό | την | αμυγδαλωτή | το | αμυγδαλωτό |
| κλητική | αμυγδαλωτέ | αμυγδαλωτή | αμυγδαλωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμυγδαλωτοί | οι | αμυγδαλωτές | τα | αμυγδαλωτά |
| γενική | των | αμυγδαλωτών | των | αμυγδαλωτών | των | αμυγδαλωτών |
| αιτιατική | τους | αμυγδαλωτούς | τις | αμυγδαλωτές | τα | αμυγδαλωτά |
| κλητική | αμυγδαλωτοί | αμυγδαλωτές | αμυγδαλωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμυγδαλωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αμυγδαλωτός
- που έχει το σχήμα αμυγδάλου, ελλειψοειδής αλλά στρογγυλός στο ένα άκρο και μυτερός στο άλλο
- που περιέχει αμύγδαλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.