αμυγδαλωτό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμυγδαλωτό τα αμυγδαλωτά
      γενική του αμυγδαλωτού των αμυγδαλωτών
    αιτιατική το αμυγδαλωτό τα αμυγδαλωτά
     κλητική αμυγδαλωτό αμυγδαλωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυγδαλωτό < λείπει η ετυμολογία
ένα μπολ με αμυγδαλωτά

Ουσιαστικό

αμυγδαλωτό ουδέτερο

Παρότι τα αμυγδαλωτά δεν είναι η αδυναμία μου, ο εργολάβος είναι ένα από τα αγαπημένα μου γλυκά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αμυγδαλωτό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.