αμυγδαλίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυγδαλίτιδα οι αμυγδαλίτιδες
      γενική της αμυγδαλίτιδας των αμυγδαλίτιδων
    αιτιατική την αμυγδαλίτιδα τις αμυγδαλίτιδες
     κλητική αμυγδαλίτιδα αμυγδαλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυγδαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική amygdalite < amygdale < αρχαία ελληνική ἀμυγδαλῆ / -ίτιδα

Ουσιαστικό

αμυγδαλίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.