αμπελοκόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμπελοκόμος οι αμπελοκόμοι
      γενική του/της αμπελοκόμου των αμπελοκόμων
    αιτιατική τον/την αμπελοκόμο τους/τις αμπελοκόμους
     κλητική αμπελοκόμε αμπελοκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπελοκόμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀμπελοκόμος[1] < αρχαία ελληνική ἄμπελος, Συγχρονικά αναλύεται σε αμπελο- + -κόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /am.be.loˈko.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμπελοκόμος

Ουσιαστικό

αμπελοκόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.