αμούδιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμούδιαστος η αμούδιαστη το αμούδιαστο
      γενική του αμούδιαστου της αμούδιαστης του αμούδιαστου
    αιτιατική τον αμούδιαστο την αμούδιαστη το αμούδιαστο
     κλητική αμούδιαστε αμούδιαστη αμούδιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμούδιαστοι οι αμούδιαστες τα αμούδιαστα
      γενική των αμούδιαστων των αμούδιαστων των αμούδιαστων
    αιτιατική τους αμούδιαστους τις αμούδιαστες τα αμούδιαστα
     κλητική αμούδιαστοι αμούδιαστες αμούδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμούδιαστος < α- + μουδιάζω + -τος

Επίθετο

αμούδιαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.