μουδιαστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μουδιαστός | η | μουδιαστή | το | μουδιαστό |
| γενική | του | μουδιαστού | της | μουδιαστής | του | μουδιαστού |
| αιτιατική | τον | μουδιαστό | τη | μουδιαστή | το | μουδιαστό |
| κλητική | μουδιαστέ | μουδιαστή | μουδιαστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μουδιαστοί | οι | μουδιαστές | τα | μουδιαστά |
| γενική | των | μουδιαστών | των | μουδιαστών | των | μουδιαστών |
| αιτιατική | τους | μουδιαστούς | τις | μουδιαστές | τα | μουδιαστά |
| κλητική | μουδιαστοί | μουδιαστές | μουδιαστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μουδιαστός
|
Πηγές
- αμούδιαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.