αμουτζούρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμουτζούρωτος η αμουτζούρωτη το αμουτζούρωτο
      γενική του αμουτζούρωτου της αμουτζούρωτης του αμουτζούρωτου
    αιτιατική τον αμουτζούρωτο την αμουτζούρωτη το αμουτζούρωτο
     κλητική αμουτζούρωτε αμουτζούρωτη αμουτζούρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμουτζούρωτοι οι αμουτζούρωτες τα αμουτζούρωτα
      γενική των αμουτζούρωτων των αμουτζούρωτων των αμουτζούρωτων
    αιτιατική τους αμουτζούρωτους τις αμουτζούρωτες τα αμουτζούρωτα
     κλητική αμουτζούρωτοι αμουτζούρωτες αμουτζούρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμουτζούρωτος < α- + μουτζουρώνω + -τος

Επίθετο

αμουτζούρωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • αμουτζούρωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.