μουτζούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουτζούρα οι μουτζούρες
      γενική της μουτζούρας
    αιτιατική τη μουτζούρα τις μουτζούρες
     κλητική μουτζούρα μουτζούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουτζούρα < μεσαιωνική ελληνική μουντζούρα[1] [2] [3] < οθωμανική τουρκική موجور (mucur / mıcır)[1] < αρμενική մոծիր (στάχτη, καρβουνόσκονη)[1] < μέση αρμενική մոծիր (mocir) / մոծեր (mocer)

Ουσιαστικό

μουτζούρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μουντζούρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μουτζούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. μουτζούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.