αμνησίκακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμνησίκακος η αμνησίκακα το αμνησίκακο
      γενική του αμνησίκακου της αμνησίκακας του αμνησίκακου
    αιτιατική τον αμνησίκακο την αμνησίκακα το αμνησίκακο
     κλητική αμνησίκακε αμνησίκακα αμνησίκακο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμνησίκακοι οι αμνησίκακες τα αμνησίκακα
      γενική των αμνησίκακων των αμνησίκακων των αμνησίκακων
    αιτιατική τους αμνησίκακους τις αμνησίκακες τα αμνησίκακα
     κλητική αμνησίκακοι αμνησίκακες αμνησίκακα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμνησίκακος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀμνησίκακος.[1], συγχρονικά αναλύεται σε στερητικό α- + μνησίκακος

Επίθετο

αμνησίκακος, -η, -ο

  • ο μη εκδικητικός, που δεν μισεί όσους τον έβλαψαν

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.