αμμόστρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμμόστρωτος η αμμόστρωτη το αμμόστρωτο
      γενική του αμμόστρωτου της αμμόστρωτης του αμμόστρωτου
    αιτιατική τον αμμόστρωτο την αμμόστρωτη το αμμόστρωτο
     κλητική αμμόστρωτε αμμόστρωτη αμμόστρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμμόστρωτοι οι αμμόστρωτες τα αμμόστρωτα
      γενική των αμμόστρωτων των αμμόστρωτων των αμμόστρωτων
    αιτιατική τους αμμόστρωτους τις αμμόστρωτες τα αμμόστρωτα
     κλητική αμμόστρωτοι αμμόστρωτες αμμόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμμόστρωτος < άμμ(ος) + -ό- + -στρωτος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈmo.stɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμμόστρωτος

Ουσιαστικό

αμμόστρωτος θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.