αμερικανόδουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμερικανόδουλος η αμερικανόδουλη το αμερικανόδουλο
      γενική του αμερικανόδουλου της αμερικανόδουλης του αμερικανόδουλου
    αιτιατική τον αμερικανόδουλο την αμερικανόδουλη το αμερικανόδουλο
     κλητική αμερικανόδουλε αμερικανόδουλη αμερικανόδουλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμερικανόδουλοι οι αμερικανόδουλες τα αμερικανόδουλα
      γενική των αμερικανόδουλων των αμερικανόδουλων των αμερικανόδουλων
    αιτιατική τους αμερικανόδουλους τις αμερικανόδουλες τα αμερικανόδουλα
     κλητική αμερικανόδουλοι αμερικανόδουλες αμερικανόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμερικανόδουλος < αμερικανό- + δούλος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈno.ðu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμερικανόδουλος

Επίθετο

αμερικανόδουλος, -η, -ο

  • (μειωτικό) που είναι εξαρτημένος σε υπερβολικό ή δουλικό βαθμό στα συμφέροντα και την πολιτική των ΗΠΑ εις βάρος των αντίστοιχων εθνικών
      Εμείς οι αμερικανόδουλοι. Εξ ανάγκης αμερικανόδουλοι. Εκ της συγκυρίας, των συμπτώσεων, των εξελίξεων. Και εκ των γεωστρατηγικών μετακινήσεων, των εκτροπών και των αλλαγών. (Δημήτρης Δανίκας, Εμείς οι Αμερικανόδουλοι, Πρώτο Θέμα, 23 Ιουλίου 2018)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.