αμερικανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αμερικανισμός | οι | αμερικανισμοί |
| γενική | του | αμερικανισμού | των | αμερικανισμών |
| αιτιατική | τον | αμερικανισμό | τους | αμερικανισμούς |
| κλητική | αμερικανισμέ | αμερικανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμερικανισμός < αμερικαν(ίζω) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Americanism (μαρτυρείται από το 1889)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
αμερικανισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) η ανομοιογένεια μεταξύ της αγγλικής γλώσσας που ομιλείται στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες
- (ιδεολογία, πολιτική) η υιοθέτηση της πολιτικής και του πολιτισμού των Ηνωμένων Πολιτειών
- (θρησκεία) αίρεση της Καθολικής Εκκλησίας η οποία ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία ζητά τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: αμερικανίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.