αμβλύνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμβλύνοια | οι | αμβλύνοιες |
| γενική | της | αμβλύνοιας | των | αμβλυνοιών |
| αιτιατική | την | αμβλύνοια | τις | αμβλύνοιες |
| κλητική | αμβλύνοια | αμβλύνοιες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αμβλύνοια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.