trip
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| trip | trips |
trip (en)
- σύντομο ταξίδι
- παραπάτημα
- "ταξίδι", εμπειρία κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών, μαστούρα
Ρήμα
| ενεστώτας | trip |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | trips |
| αόριστος | tripped |
| παθητική μετοχή | tripped |
| ενεργητική μετοχή | tripping |
trip (en)
- (αμετάβατο) παραπατάω· σκοντάφτω και πέφτω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να σκοντάψει και να πέσει
- → δείτε το phrasal verb trip up
- ενεργοποιώ, ανάβω, θέτω σε κίνηση (για διακόπτες, εκρηκτικά, παγίδες)
- ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι
- μαστουρώνω, έχω παραισθήσεις κάτω από την επίδραση ψυχοδραστικών ουσιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.