αλυσόδετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλυσόδετος | η | αλυσόδετη | το | αλυσόδετο |
| γενική | του | αλυσόδετου | της | αλυσόδετης | του | αλυσόδετου |
| αιτιατική | τον | αλυσόδετο | την | αλυσόδετη | το | αλυσόδετο |
| κλητική | αλυσόδετε | αλυσόδετη | αλυσόδετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλυσόδετοι | οι | αλυσόδετες | τα | αλυσόδετα |
| γενική | των | αλυσόδετων | των | αλυσόδετων | των | αλυσόδετων |
| αιτιατική | τους | αλυσόδετους | τις | αλυσόδετες | τα | αλυσόδετα |
| κλητική | αλυσόδετοι | αλυσόδετες | αλυσόδετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη αλυσοδέσμιος
Μεταφράσεις
αλυσόδετος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.