αλυσοδένω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλυσοδένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλυσοδένω < ἅλυσ(ος) + -ο- + δένω

Ρήμα

αλυσοδένω, αόρ.: αλυσόδεσα, παθ.φωνή: αλυσοδένομαι, π.αόρ.: αλυσοδέθηκα, μτχ.π.π.: αλυσοδεμένος

  1. δένω με αλυσίδα
  2. σκλαβώνω, υποδουλώνω, στερώ την ελευθερία

Συγγενικά

  • αλυσόδεμα
  • αλυσόδτος

 και δείτε τις λέξεις αλυσίδα και δένω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.