αλπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλπικός η αλπική το αλπικό
      γενική του αλπικού της αλπικής του αλπικού
    αιτιατική τον αλπικό την αλπική το αλπικό
     κλητική αλπικέ αλπική αλπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλπικοί οι αλπικές τα αλπικά
      γενική των αλπικών των αλπικών των αλπικών
    αιτιατική τους αλπικούς τις αλπικές τα αλπικά
     κλητική αλπικοί αλπικές αλπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλπικός < (ελληνιστική κοινή) Ἄλπεις + -ικός

Επίθετο

αλπικός, -ή, -ό

  1. των Άλπεων
  2. που έχει σχέση με τα βουνά

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.