αλπινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλπινικός η αλπινική το αλπινικό
      γενική του αλπινικού της αλπινικής του αλπινικού
    αιτιατική τον αλπινικό την αλπινική το αλπινικό
     κλητική αλπινικέ αλπινική αλπινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλπινικοί οι αλπινικές τα αλπινικά
      γενική των αλπινικών των αλπινικών των αλπινικών
    αιτιατική τους αλπινικούς τις αλπινικές τα αλπινικά
     κλητική αλπινικοί αλπινικές αλπινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλπινικός < λατινική Alpinus + -ικός < Alpes

Επίθετο

αλπινικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.