Ἄλπεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Ἄλπεις
      γενική τῶν Ἄλπεων
      δοτική ταῖς Ἄλπεσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς Ἄλπεις
     κλητική ! Ἄλπεις
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄλπεις < λατινική Alpes < albus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élbʰos (*álbʰos, *albʰós) (λευκός)[1]

Κύριο όνομα

Ἄλπεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Πηγές

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Άλπεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.