αλουποτόμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλουποτόμαρο τα αλουποτόμαρα
      γενική του αλουποτόμαρου των αλουποτόμαρων
    αιτιατική το αλουποτόμαρο τα αλουποτόμαρα
     κλητική αλουποτόμαρο αλουποτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλουποτόμαρο < αλουπού + -ο- + τομάρι + -ο

Ουσιαστικό

αλουποτόμαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.