αλουπού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλουπού | οι | αλουπούδες |
| γενική | της | αλουπούς | των | αλουπούδων |
| αιτιατική | την | αλουπού | τις | αλουπούδες |
| κλητική | αλουπού | αλουπούδες | ||
| Ιδιωματικό. Υποθετική κλίση κατά την κοινή νεοελληνική. | ||||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλουπού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλουπού, τύπος του ἀλεπού < ἀλωπώ → και δείτε τη λέξη αλεπού
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.luˈpu/ προσέγγιση προφοράς ιδιωματικού κατά την κοινή νεοελληνική
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λου‐πού
Συγγενικά
ιδιωματικά με αλουπου-, αλουπουδ-
- αλουπούδα < αλεπούδα
- αλουπούδ' (Μακεδονία), αλουπούδιν (Κύπρος) < αλεπούδι
- αλουπουφουλιά < αλεποφωλιά
Δείτε και την προφορά αλιπού
Πηγές
- ἀλεποῦ - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- αλεπού, reginal αλουπού - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.