αλλομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλομετρικός η αλλομετρική το αλλομετρικό
      γενική του αλλομετρικού της αλλομετρικής του αλλομετρικού
    αιτιατική τον αλλομετρικό την αλλομετρική το αλλομετρικό
     κλητική αλλομετρικέ αλλομετρική αλλομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλομετρικοί οι αλλομετρικές τα αλλομετρικά
      γενική των αλλομετρικών των αλλομετρικών των αλλομετρικών
    αιτιατική τους αλλομετρικούς τις αλλομετρικές τα αλλομετρικά
     κλητική αλλομετρικοί αλλομετρικές αλλομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλλομετρικός < αγγλική allometric < αρχαία ελληνική ἄλλος + μετρικός

Επίθετο

αλλομετρικός

  • (βιολογία) που είναι σχετικός με την αλλομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.