αλληλοεξόντωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοεξόντωση οι αλληλοεξοντώσεις
      γενική της αλληλοεξόντωσης* των αλληλοεξοντώσεων
    αιτιατική την αλληλοεξόντωση τις αλληλοεξοντώσεις
     κλητική αλληλοεξόντωση αλληλοεξοντώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοεξοντώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοεξόντωση < αλληλο- + εξόντωση [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.li.lo.eˈkson.do.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλληλοεξόντωση

Ουσιαστικό

αλληλοεξόντωση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.