αλληλοεξοντώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλληλοεξοντώνομαι < καθαρεύουσα ἀλληλοεξόντ(ωσις) + -ώνομαι (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά, αλληλο- + εξοντώνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.lo.e.ksonˈdo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐ε‐ξο‐ντώ‐νο‐μαι
Ρήμα
αλληλοεξοντώνομαι, π.αόρ.: αλληλοεξοντώθηκα σε τύπους του πληθυντικού (αποθετικό ρήμα)
- (αλληλοπαθητικό) για κάποιους που εξοντώνουν ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλληλοεξοντώνομαι | αλληλοεξοντωνόμουν(α) | θα αλληλοεξοντώνομαι | να αλληλοεξοντώνομαι | ||
| β' ενικ. | αλληλοεξοντώνεσαι | αλληλοεξοντωνόσουν(α) | θα αλληλοεξοντώνεσαι | να αλληλοεξοντώνεσαι | (αλληλοεξοντώνου) | |
| γ' ενικ. | αλληλοεξοντώνεται | αλληλοεξοντωνόταν(ε) | θα αλληλοεξοντώνεται | να αλληλοεξοντώνεται | ||
| α' πληθ. | αλληλοεξοντωνόμαστε | αλληλοεξοντωνόμαστε αλληλοεξοντωνόμασταν |
θα αλληλοεξοντωνόμαστε | να αλληλοεξοντωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αλληλοεξοντώνεστε | αλληλοεξοντωνόσαστε αλληλοεξοντωνόσασταν |
θα αλληλοεξοντώνεστε | να αλληλοεξοντώνεστε | (αλληλοεξοντώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αλληλοεξοντώνονται | αλληλοεξοντώνονταν αλληλοεξοντωνόντουσαν |
θα αλληλοεξοντώνονται | να αλληλοεξοντώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλληλοεξοντώθηκα | θα αλληλοεξοντωθώ | να αλληλοεξοντωθώ | αλληλοεξοντωθεί | ||
| β' ενικ. | αλληλοεξοντώθηκες | θα αλληλοεξοντωθείς | να αλληλοεξοντωθείς | αλληλοεξοντώσου | ||
| γ' ενικ. | αλληλοεξοντώθηκε | θα αλληλοεξοντωθεί | να αλληλοεξοντωθεί | |||
| α' πληθ. | αλληλοεξοντωθήκαμε | θα αλληλοεξοντωθούμε | να αλληλοεξοντωθούμε | |||
| β' πληθ. | αλληλοεξοντωθήκατε | θα αλληλοεξοντωθείτε | να αλληλοεξοντωθείτε | αλληλοεξοντωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αλληλοεξοντώθηκαν αλληλοεξοντωθήκαν(ε) |
θα αλληλοεξοντωθούν(ε) | να αλληλοεξοντωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αλληλοεξοντωθεί | είχα αλληλοεξοντωθεί | θα έχω αλληλοεξοντωθεί | να έχω αλληλοεξοντωθεί | αλληλοεξοντωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αλληλοεξοντωθεί | είχες αλληλοεξοντωθεί | θα έχεις αλληλοεξοντωθεί | να έχεις αλληλοεξοντωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αλληλοεξοντωθεί | είχε αλληλοεξοντωθεί | θα έχει αλληλοεξοντωθεί | να έχει αλληλοεξοντωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλληλοεξοντωθεί | είχαμε αλληλοεξοντωθεί | θα έχουμε αλληλοεξοντωθεί | να έχουμε αλληλοεξοντωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αλληλοεξοντωθεί | είχατε αλληλοεξοντωθεί | θα έχετε αλληλοεξοντωθεί | να έχετε αλληλοεξοντωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλληλοεξοντωθεί | είχαν αλληλοεξοντωθεί | θα έχουν αλληλοεξοντωθεί | να έχουν αλληλοεξοντωθεί | ||
Αναφορές
- αλληλοεξοντώνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.