αλληλεξάρτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλεξάρτηση | οι | αλληλεξαρτήσεις |
| γενική | της | αλληλεξάρτησης* | των | αλληλεξαρτήσεων |
| αιτιατική | την | αλληλεξάρτηση | τις | αλληλεξαρτήσεις |
| κλητική | αλληλεξάρτηση | αλληλεξαρτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεξαρτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλληλεξάρτηση θηλυκό
- η αμοιβαία εξάρτηση,ο αμοιβαίος ετεροπροσδιορισμός, η σύνδεση της μοίρας και των επιλογών ενός ατόμου με τις επιλογές ενός άλλου και αντιστρόφως, όπως και η σύνδεση ομάδων
Μεταφράσεις
αλληλεξάρτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.