ετεροπροσδιορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ετεροπροσδιορισμός | οι | ετεροπροσδιορισμοί |
| γενική | του | ετεροπροσδιορισμού | των | ετεροπροσδιορισμών |
| αιτιατική | τον | ετεροπροσδιορισμό | τους | ετεροπροσδιορισμούς |
| κλητική | ετεροπροσδιορισμέ | ετεροπροσδιορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετεροπροσδιορισμός < έτερος + προσδιορίζω
Ουσιαστικό
ετεροπροσδιορισμός αρσενικό
- όταν μια πράξη ή μια πολιτική θεωρία ή οποιαδήποτε ενέργεια δεν καθορίζεται σύμφωνα με τις προσωπικές αρχές του/των υποκειμένων, αλλά ανάλογα ή σε αντίδραση προς τις κινήσεις και τις απόψεις κάποιων άλλων:
- το κόμμα μας σύντροφοι πρέπει να αποφασίσει για απεργία με βάση τις αρχές μας και όχι να την κηρύξει μόνο και μόνο επειδή είναι κατά της απεργίας οι αντίπαλοί μας - αυτό είναι ετεροπροσδιορισμός.
- θα βγω με τον Κώστα επειδή μου αρέσει και όχι από αντίδραση στους γονείς μου που δεν τους αρέσει - είναι πράξη επιλογής η σχέση μου και όχι ετεροπροσδιορισμός.
- επιβεβλημένος ετεροπροσδιορισμός από ενήλικο σε ανήλικο ή σε άτομο που δεν έχει πλήρη και νομικά αναγνωρισμένη συνειδητότητα, δηλαδή νηπιοβαπτισμός και βάπτιση νοητικά υστερούντων
Μεταφράσεις
ετεροπροσδιορισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.