αλκοολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλκοολικότητα | οι | αλκοολικότητες |
| γενική | της | αλκοολικότητας | των | αλκοολικοτήτων |
| αιτιατική | την | αλκοολικότητα | τις | αλκοολικότητες |
| κλητική | αλκοολικότητα | αλκοολικότητες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλκοολικότητα < αλκοολικ(ός) + -ότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική alcoholicity
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.ko.o.liˈko.ti.ta/
Συγγενικά
- αλκοολικός
- → και δείτε τη λέξη αλκοόλ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.