αλημέριαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλημέριαστος | η | αλημέριαστη | το | αλημέριαστο |
| γενική | του | αλημέριαστου | της | αλημέριαστης | του | αλημέριαστου |
| αιτιατική | τον | αλημέριαστο | την | αλημέριαστη | το | αλημέριαστο |
| κλητική | αλημέριαστε | αλημέριαστη | αλημέριαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλημέριαστοι | οι | αλημέριαστες | τα | αλημέριαστα |
| γενική | των | αλημέριαστων | των | αλημέριαστων | των | αλημέριαστων |
| αιτιατική | τους | αλημέριαστους | τις | αλημέριαστες | τα | αλημέριαστα |
| κλητική | αλημέριαστοι | αλημέριαστες | αλημέριαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λημέρι
Σημειώσεις
- αλημέριαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
αλημέριαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.