λημεριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λημεριάζω < λημέρ(ι) + -ιάζω. Δείτε και μεσαιωνική ελληνική ὁλημερίζω (περνάω όλη τη μέρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /li.meɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λημεριάζω

Ρήμα

λημεριάζω, αόρ.: λημέριασα, μτχ.π.π.: λημεριασμένος, αμετάβατο (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λαϊκότροπο) έχω το λημέρι, το κρησφύγετό μου
    Εδώ λημεριάζουν οι ληστές, είπα, χαθήκαμε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
  2. (λαϊκότροπο, προφορικό) περνάω την ώρα μου σε κάποιον τόπο οικείο
     συνώνυμα: απαγκιάζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.