λημεριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λημεριάζω < λημέρ(ι) + -ιάζω. Δείτε και μεσαιωνική ελληνική ὁλημερίζω (περνάω όλη τη μέρα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.meɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐με‐ριά‐ζω
Ρήμα
λημεριάζω, αόρ.: λημέριασα, μτχ.π.π.: λημεριασμένος, αμετάβατο (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) έχω το λημέρι, το κρησφύγετό μου
- Εδώ λημεριάζουν οι ληστές, είπα, χαθήκαμε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- (λαϊκότροπο, προφορικό) περνάω την ώρα μου σε κάποιον τόπο οικείο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λημεριάζω | λημέριαζα | θα λημεριάζω | να λημεριάζω | λημεριάζοντας | |
| β' ενικ. | λημεριάζεις | λημέριαζες | θα λημεριάζεις | να λημεριάζεις | λημέριαζε | |
| γ' ενικ. | λημεριάζει | λημέριαζε | θα λημεριάζει | να λημεριάζει | ||
| α' πληθ. | λημεριάζουμε | λημεριάζαμε | θα λημεριάζουμε | να λημεριάζουμε | ||
| β' πληθ. | λημεριάζετε | λημεριάζατε | θα λημεριάζετε | να λημεριάζετε | λημεριάζετε | |
| γ' πληθ. | λημεριάζουν(ε) | λημέριαζαν λημεριάζαν(ε) |
θα λημεριάζουν(ε) | να λημεριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λημέριασα | θα λημεριάσω | να λημεριάσω | λημεριάσει | ||
| β' ενικ. | λημέριασες | θα λημεριάσεις | να λημεριάσεις | λημέριασε | ||
| γ' ενικ. | λημέριασε | θα λημεριάσει | να λημεριάσει | |||
| α' πληθ. | λημεριάσαμε | θα λημεριάσουμε | να λημεριάσουμε | |||
| β' πληθ. | λημεριάσατε | θα λημεριάσετε | να λημεριάσετε | λημεριάστε | ||
| γ' πληθ. | λημέριασαν λημεριάσαν(ε) |
θα λημεριάσουν(ε) | να λημεριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λημεριάσει | είχα λημεριάσει | θα έχω λημεριάσει | να έχω λημεριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λημεριάσει | είχες λημεριάσει | θα έχεις λημεριάσει | να έχεις λημεριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λημεριάσει | είχε λημεριάσει | θα έχει λημεριάσει | να έχει λημεριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λημεριάσει | είχαμε λημεριάσει | θα έχουμε λημεριάσει | να έχουμε λημεριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λημεριάσει | είχατε λημεριάσει | θα έχετε λημεριάσει | να έχετε λημεριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λημεριάσει | είχαν λημεριάσει | θα έχουν λημεριάσει | να έχουν λημεριάσει |
| |
Μεταφράσεις
λημεριάζω
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.