αλευρώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλευρώδης | η | αλευρώδης | το | αλευρώδες |
| γενική | του | αλευρώδους | της | αλευρώδους | του | αλευρώδους |
| αιτιατική | τον | αλευρώδη | την | αλευρώδη | το | αλευρώδες |
| κλητική | αλευρώδη(ς) | αλευρώδης | αλευρώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλευρώδεις | οι | αλευρώδεις | τα | αλευρώδη |
| γενική | των | αλευρωδών | των | αλευρωδών | των | αλευρωδών |
| αιτιατική | τους | αλευρώδεις | τις | αλευρώδεις | τα | αλευρώδη |
| κλητική | αλευρώδεις | αλευρώδεις | αλευρώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλευρώδης, -ης, -ες
- αυτός που μοιάζει με αλεύρι σε υφή ή κατάσταση
- αυτός που περιέχει ποσότητα αλεύρου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.