αλευροειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευροειδής η αλευροειδής το αλευροειδές
      γενική του αλευροειδούς* της αλευροειδούς του αλευροειδούς
    αιτιατική τον αλευροειδή την αλευροειδή το αλευροειδές
     κλητική αλευροειδή(ς) αλευροειδής αλευροειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευροειδείς οι αλευροειδείς τα αλευροειδή
      γενική των αλευροειδών των αλευροειδών των αλευροειδών
    αιτιατική τους αλευροειδείς τις αλευροειδείς τα αλευροειδή
     κλητική αλευροειδείς αλευροειδείς αλευροειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλευροειδής < αλεύρι + -ειδής (< είδος)

Επίθετο

αλευροειδής, -ης, -ες, πληθυντικός αλευροειδείς

  1. αυτός -ή, -ό που μοιάζει με αλεύρι
  2. αυτός που τρίβεται εύκολα και γίνεται σαν αλεύρι
  3. η αλευροειδής επιφάνεια του σοβά μαρτυρά την παρουσία έντονης υγρασίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.