αλευρόμυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευρόμυλος οι αλευρόμυλοι
      γενική του αλευρόμυλου των αλευρόμυλων
    αιτιατική τον αλευρόμυλο τους αλευρόμυλους
     κλητική αλευρόμυλε αλευρόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευρόμυλος < αλευρό- + μύλος

Ουσιαστικό

αλευρόμυλος αρσενικό

  1. οποιοσδήποτε μύλος (ανεμόμυλος, νερόμυλος ή άλλος) που αλέθει δημητριακά και παράγει αλεύρι
  2. το οίκημα ή η μηχανή που αλέθει και παράγει αλεύρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.