αλεξίσφαιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλεξίσφαιρος | η | αλεξίσφαιρη | το | αλεξίσφαιρο |
| γενική | του | αλεξίσφαιρου | της | αλεξίσφαιρης | του | αλεξίσφαιρου |
| αιτιατική | τον | αλεξίσφαιρο | την | αλεξίσφαιρη | το | αλεξίσφαιρο |
| κλητική | αλεξίσφαιρε | αλεξίσφαιρη | αλεξίσφαιρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλεξίσφαιροι | οι | αλεξίσφαιρες | τα | αλεξίσφαιρα |
| γενική | των | αλεξίσφαιρων | των | αλεξίσφαιρων | των | αλεξίσφαιρων |
| αιτιατική | τους | αλεξίσφαιρους | τις | αλεξίσφαιρες | τα | αλεξίσφαιρα |
| κλητική | αλεξίσφαιροι | αλεξίσφαιρες | αλεξίσφαιρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλεξίσφαιρος < αλεξι- + σφαίρα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pare-balles)
Μεταφράσεις
αλεξίσφαιρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.