αλαφιασμένα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλαφιασμένα < από τον πληθ. του ουδετέρου της μετοχής αλαφιασμένος
(για το αλαφιασμένα ως μετοχή δείτε στο τέλος της σελίδας καθώς → τη λέξη: αλαφιασμένος)

Επίρρημα

αλαφιασμένα


Συνώνυμα


Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

αλαφιασμένα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.