αγχωτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αγχωτικά
<
αγχωτικός
Επίρρημα
αγχωτικά
κατά τρόπο
αγχωτικό
, που συνοδεύεται από
άγχος
ή το προκαλεί
Μεταφράσεις
αγχωτικά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.