αλατούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλατούσα οι αλατούσες
      γενική της αλατούσας
    αιτιατική την αλατούσα τις αλατούσες
     κλητική αλατούσα αλατούσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλατούσα < αλάτ(ι) + -ούσα

Ουσιαστικό

αλατούσα θηλυκό

  • (λαογραφία, σπάνιο) ακρίδα που, σε ευτράπελες λαϊκές αφηγήσεις, υποτίθεται ότι τρώει το αλάτι που σπέρνουν ορισμένοι ανόητοι, πιστεύοντας ότι θα φυτρώσει κι έτσι θα γίνουν πλούσιοι [1]
      Παραθέτουμε ένα γλαφυρό, λαογραφικό, αφήγημα από το βιβλίο [του Βασιλείου Κούκλη] με τίτλο «Η Αλατούσα»: «Τα παλιότερα χρόνια αλάτι πουλούσε µόνο το Μονοπώλιο που βρισκόταν στο Παράλιο Άστρος. Εκεί πήγαιναν όλοι οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών για να το προμηθευτούν, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι Πλατανίτες, που διακρίνονταν για την εξυπνάδα τους, σκέφτηκαν να σπείρουν το φθινόπωρο στα κτήματα τους αντί για σιτάρι αλάτι και το θέρος να το θερίσουν … Το κέρδος τους θα ήταν πολύ μεγάλο αφού και τις ανάγκες τους θα κάλυπταν και θα απέφευγαν τη μεγάλη διαδρομή Πλατάνου-Παράλιου Άστρους, για να το αγοράσουν. […]. Πήραν τα σύνεργα του θερισµού και ξεκίνησαν, πρωί-πρωί, για τα χωράφια τους. Μόλις έφτασαν, βρήκαν τα κτήµατά τους γεµάτα αλατούσες (ακρίδες). Αµέσως σκέφτηκαν ότι τη σοδειά τους την έφαγαν οι αλατούσες και γύρισαν στο χωριό, για να πάρουν την απόφαση τους. […]».
    «Οι τέσσερις εποχές στα χρόνια της παιδικής αθωότητας. Κυνουριακή ζωή, Κυνουριακά σύμμεικτα», astrosparalio.gr (21 Αυγούστου 2012)· πρόσβαση: 2023-06-20.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ευτράπελες διηγήσεις. Το κοινωνικό τους περιεχόμενο (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1980), σσ. 9-11.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.