θερίσουν
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
θερίσουν
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
θερίζω
θα θερίσουν
:
γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
θερίζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.