θερίσουν

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θερίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θερίζω
  2. θα θερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θερίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.