αλαμπουρνέζικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλαμπουρνέζικος η αλαμπουρνέζικη το αλαμπουρνέζικο
      γενική του αλαμπουρνέζικου της αλαμπουρνέζικης του αλαμπουρνέζικου
    αιτιατική τον αλαμπουρνέζικο την αλαμπουρνέζικη το αλαμπουρνέζικο
     κλητική αλαμπουρνέζικε αλαμπουρνέζικη αλαμπουρνέζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλαμπουρνέζικοι οι αλαμπουρνέζικες τα αλαμπουρνέζικα
      γενική των αλαμπουρνέζικων των αλαμπουρνέζικων των αλαμπουρνέζικων
    αιτιατική τους αλαμπουρνέζικους τις αλαμπουρνέζικες τα αλαμπουρνέζικα
     κλητική αλαμπουρνέζικοι αλαμπουρνέζικες αλαμπουρνέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλαμπουρνέζικος < πιθανόν ιταλική alla burla ή alla burlesca (στ' αστεία) με ανομοίωση [l][l]>[l][n] + -έζικος.[1]
Δεν είναι πιθανή η αναγωγή σε τύπο αλιβορνέζικα (πράγματα από το Λιβόρνο). [2]
Δείτε και αλαμπουρνέζ(ος) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.la.buɾˈne.zi.kos/
ΔΦΑ : /a.lam.buɾˈne.zi.kos/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλαμπουρνέζικος

Επίθετο

αλαμπουρνέζικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλαμπουρνέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.