αλίγδιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλίγδιαστος η αλίγδιαστη το αλίγδιαστο
      γενική του αλίγδιαστου της αλίγδιαστης του αλίγδιαστου
    αιτιατική τον αλίγδιαστο την αλίγδιαστη το αλίγδιαστο
     κλητική αλίγδιαστε αλίγδιαστη αλίγδιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλίγδιαστοι οι αλίγδιαστες τα αλίγδιαστα
      γενική των αλίγδιαστων των αλίγδιαστων των αλίγδιαστων
    αιτιατική τους αλίγδιαστους τις αλίγδιαστες τα αλίγδιαστα
     κλητική αλίγδιαστοι αλίγδιαστες αλίγδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλίγδιαστος < α- + (λιγδιάζω) λιγδιασ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈliɣ.ðʝa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλίγδιαστος

Επίθετο

αλίγδιαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.