αλέτρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλέτρι τα αλέτρια
      γενική του αλετριού των αλετριών
    αιτιατική το αλέτρι τα αλέτρια
     κλητική αλέτρι αλέτρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλέτρι < μεσαιωνική ελληνική ἀλέτρι (ρωτακισμός) < ἀρέτρι < ἀρότρι < ἀρότριον < αρχαία ελληνική ἄροτρον

Ουσιαστικό

αλέτρι ουδέτερο

  • γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να οργώσουμε τη γη

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.