ακόσμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακόσμητος η ακόσμητη το ακόσμητο
      γενική του ακόσμητου της ακόσμητης του ακόσμητου
    αιτιατική τον ακόσμητο την ακόσμητη το ακόσμητο
     κλητική ακόσμητε ακόσμητη ακόσμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακόσμητοι οι ακόσμητες τα ακόσμητα
      γενική των ακόσμητων των ακόσμητων των ακόσμητων
    αιτιατική τους ακόσμητους τις ακόσμητες τα ακόσμητα
     κλητική ακόσμητοι ακόσμητες ακόσμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακόσμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόσμητος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈko.zmi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακόσμητος

Επίθετο

ακόσμητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.