ακυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακυρωμένος | η | ακυρωμένη | το | ακυρωμένο |
| γενική | του | ακυρωμένου | της | ακυρωμένης | του | ακυρωμένου |
| αιτιατική | τον | ακυρωμένο | την | ακυρωμένη | το | ακυρωμένο |
| κλητική | ακυρωμένε | ακυρωμένη | ακυρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακυρωμένοι | οι | ακυρωμένες | τα | ακυρωμένα |
| γενική | των | ακυρωμένων | των | ακυρωμένων | των | ακυρωμένων |
| αιτιατική | τους | ακυρωμένους | τις | ακυρωμένες | τα | ακυρωμένα |
| κλητική | ακυρωμένοι | ακυρωμένες | ακυρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ακυρώνω
Μετοχή
ακυρωμένος, -η, -ο
- που έχει ακυρωθεί, έχει χάσει το κύρος του
- ακυρωμένη κράτηση, ακυρωμένο συμβόλαιο
- (για εισιτήριο) που έχει ακυρωθεί στο ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη φορά
- που δεν εκτελέστηκε ως είχε προγραμματιστεί
- η ακυρωμένη παράσταση
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.