ακυρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακυρωμένος η ακυρωμένη το ακυρωμένο
      γενική του ακυρωμένου της ακυρωμένης του ακυρωμένου
    αιτιατική τον ακυρωμένο την ακυρωμένη το ακυρωμένο
     κλητική ακυρωμένε ακυρωμένη ακυρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακυρωμένοι οι ακυρωμένες τα ακυρωμένα
      γενική των ακυρωμένων των ακυρωμένων των ακυρωμένων
    αιτιατική τους ακυρωμένους τις ακυρωμένες τα ακυρωμένα
     κλητική ακυρωμένοι ακυρωμένες ακυρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ακυρώνω

Μετοχή

ακυρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει ακυρωθεί, έχει χάσει το κύρος του
    ακυρωμένη κράτηση, ακυρωμένο συμβόλαιο
  2. (για εισιτήριο) που έχει ακυρωθεί στο ειδικό μηχάνημα που εκτυπώνει ημερομηνία και ώρα χρήσης πάνω του, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλη φορά
  3. που δεν εκτελέστηκε ως είχε προγραμματιστεί
    η ακυρωμένη παράσταση

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.