ἀκυρόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκυρόω- < παρασύνθετο από το ἄκυροςστερητικό + κῦρος + jω)

Ρήμα

ἀκυρόω-ἀκυρῶ

  1. ακυρώνω
  2. απορρίπτω

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • ἄκυρον ποιῶ
  • ἄκυρον καθίστημί τι
  • ἄκυρον τίθημι
  • ἄκυρον ἐστί (συνώνυμο του μέσου ἀκυροῦμαι)
  • ἄκυρον γίγνεται (από κάποιον)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.