ακτινοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακτινοσκοπικός | η | ακτινοσκοπική | το | ακτινοσκοπικό |
| γενική | του | ακτινοσκοπικού | της | ακτινοσκοπικής | του | ακτινοσκοπικού |
| αιτιατική | τον | ακτινοσκοπικό | την | ακτινοσκοπική | το | ακτινοσκοπικό |
| κλητική | ακτινοσκοπικέ | ακτινοσκοπική | ακτινοσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακτινοσκοπικοί | οι | ακτινοσκοπικές | τα | ακτινοσκοπικά |
| γενική | των | ακτινοσκοπικών | των | ακτινοσκοπικών | των | ακτινοσκοπικών |
| αιτιατική | τους | ακτινοσκοπικούς | τις | ακτινοσκοπικές | τα | ακτινοσκοπικά |
| κλητική | ακτινοσκοπικοί | ακτινοσκοπικές | ακτινοσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ακτινοσκοπικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.