ακτινολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ακτινολόγος | οι | ακτινολόγοι |
| γενική | του/της | ακτινολόγου | των | ακτινολόγων |
| αιτιατική | τον/την | ακτινολόγο | τους/τις | ακτινολόγους |
| κλητική | ακτινολόγε | ακτινολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτινολόγος < → λείπει η ετυμολογία

ακτινολόγος σε ώρα εργασίας
Ουσιαστικό
ακτινολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστήμονας ή τεχνικός εξειδικευμένος στην ακτινολογία
Μεταφράσεις
ακτινολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.