ακτινολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακτινολογία | οι | ακτινολογίες |
| γενική | της | ακτινολογίας | των | ακτινολογιών |
| αιτιατική | την | ακτινολογία | τις | ακτινολογίες |
| κλητική | ακτινολογία | ακτινολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτινολογία < (καθαρεύουσα) ἀκτινολογία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiologie ακτινο- + -λογία
Ουσιαστικό
ακτινολογία θηλυκό
- (ιατρική) η επιστήμη που διερευνά τις δυνατότητες και τις εφαρμογές των ακτίνων σε διάφορους τομείς, αλλά κυρίως της υγείας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.