ακτινογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακτινογράφηση | οι | ακτινογραφήσεις |
| γενική | της | ακτινογράφησης* | των | ακτινογραφήσεων |
| αιτιατική | την | ακτινογράφηση | τις | ακτινογραφήσεις |
| κλητική | ακτινογράφηση | ακτινογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ακτινογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτινογράφηση < (ακτινογραφώ) ακτινογραφη- + -ση, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radiographie)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kti.noˈɣɾa.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐γρά‐φη‐ση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακτινογραφία
Μεταφράσεις
ακτινογράφηση
|
→ δείτε τη λέξη ακτινογραφία |
Αναφορές
- ακτινογράφηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.