ακτινογραφήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ακτινογραφήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ
  2. θα ακτινογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινογραφώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ακτινογραφήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακτινογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.