ακτινογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ακτινογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινογραφώ
- θα ακτινογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ακτινογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακτινογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.