ακτημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακτημοσύνη | οι | ακτημοσύνες |
| γενική | της | ακτημοσύνης | των | ακτημοσυνών |
| αιτιατική | την | ακτημοσύνη | τις | ακτημοσύνες |
| κλητική | ακτημοσύνη | ακτημοσύνες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτημοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτημοσύνη < αρχαία ελληνική ἀκτήμων
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kti.moˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτη‐μο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
ακτημοσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις
ακτημοσύνη
|
|
Πηγές
- ακτημοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακτημοσύνη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.