ακτημοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτημοσύνη οι ακτημοσύνες
      γενική της ακτημοσύνης των ακτημοσυνών
    αιτιατική την ακτημοσύνη τις ακτημοσύνες
     κλητική ακτημοσύνη ακτημοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτημοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκτημοσύνη < αρχαία ελληνική ἀκτήμων

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kti.moˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτημοσύνη

Ουσιαστικό

ακτημοσύνη θηλυκό

  1. η κατάσταση του ακτήμονα, ο οποίος δεν έχει κανένα κτήμα, καμία ακίνητη περιουσία
  2. (μεταφορικά) η φτώχεια, η ένδεια
  3. η έλλειψη ακίνητης περιουσίας
    η ακτημοσύνη στον μοναχισμό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.